- ἐρανίσας
- ἐρανίσᾱς , ἐρανίζωlay under contributionaor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ερανίζομαι — (AM ἑρανίζομαι και ἐρανίζω) [έρανος] συγκεντρώνω χρήματα για να τά δώσω σε κάποιον μσν. νεοελλ. συγκεντρώνω περικοπές, γνώμες, χωρία από βιβλία και κείμενα αρχ. μσν. 1. ζητώ χρήματα για έρανο («τοὺς φίλους ἐρανίσας», Δημοσθ.) 2. δανείζομαι άτοκα… … Dictionary of Greek